Εδώ
και αρκετό καιρό έχω λάβει ένα μήνυμα
και μάλιστα αρκετές φορές, στο οποίον αναφέρονται αρκετές λέξεις
που χρησιμοποιούμε στην καθομιλουμένη
και οι οποίες υποτίθεται ότι είναι
τουρκικές. Λέω υποτίθεται, διότι με μία
μικρή έρευνα αποκαλύπτονται πέρα ως
πέρα Ελληνικές. Στην ουσία πρόκειται
είτε για απ΄ ευθείας αντιδάνεια, είτε
για αντιδάνεια μέσω της περσικής και
της αραβικής γλώσσας.
(*)
Κατά
τον αείμνηστο καθηγητή Νεοκλή Σαρρή,
οι Τούρκοι διωγμένοι από την χώρα
καταγωγής τους, την Μογγολία, εξ’ αιτίας
της αντικοινωνικής τους συμπεριφοράς,
ήλθαν και κατασκήνωσαν νομάδες όντες
στα ανατολικά της Μικράς Ασίας, (μόλις
πριν από 1032 έτη), μη έχοντας παραπάνω
από 500 λέξεις στο λεξιλόγιό τους.
Έκτοτε,
ερχόμενοι σε επαφή με τους γύρω λαούς,
εμπλούτισαν το λεξιλόγιο τους κυρίως
με λέξεις της περσικής, αραβικής,
λατινικής, αρμενικής και βεβαίως
Ελληνικής.
(*)
Το γεγονός της μεταφοράς και χρήσεως
Ελληνικών λέξεων είναι εμφανές στις
περισσότερες (εάν όχι σε όλες) τις γλώσσες
του κόσμου. Η μεταφορά μιας λέξεως δεν
ακολουθεί αυστηρά και την μεταφορά του
νοήματός της διότι αυτό μπορεί να
αλλοιώνεται ή να προσαρμόζεται στις
εκάστοτε συνθήκες.
Παρ’
όλο που ο κατάλογος που ακολουθεί
φαίνεται φτωχός και στην ουσία δεν
έκανα τίποτε περισσότερο από το να
συλλέξω στοιχεία και πληροφορίες και
να τα παραθέσω, σας ενημερώνω ότι η
διασταύρωσή και η καταγραφή τους ήταν
δυσανάλογα χρονοβόρος και κοπιαστική
και βεβαίως παραμένει μη πλήρης.
ΕΥΡΥΜΑΧΟΣ
Πηγές
για την συλλογή των πληροφοριών:
Περιοδικόν
«ΔΑΥΛΟΣ» τεύχος 241
11670&page=21
Εδώ
όλο τεύχος http://www.davlos.gr/webfiles/
pdf/241.pdf
Περιοδικόν
«ΔΑΥΛΟΣ» τεύχος 247
yearspec.php?id=7649&kod=11853&page=47
Εδώ
όλο τεύχος http://www.davlos.gr/webfiles/
pdf/247.pdf
Περιοδικόν
«ΔΑΥΛΟΣ» τεύχος 250
yearspec.php?id=7651&kod=11897&page=6
Εδώ
όλο τεύχος http://www.davlos.gr/webfiles/
pdf/250.pdf
«ΕΛΛΗΝ
ΛΟΓΟΣ» ΆΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ.
ΑΘΗΝΑΙ 2003 εκδ. «ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ»
Επιστολή
Αξιωματικού Π.Α.
Εάν Μιλάνε οι Θεοί, Σίγουρα Μιλάνε Ελληνικά
gr/2011/11/blog-post_2005.html#more
2010/12/blog-post_4448.html#.
UCVTlqCa1Ug
Διάφορες
πηγές διαδικτύου
>
ΑΓΑΣ (δεσποτικός-αυταρχικός), εκ
του ΑΓΩ= μεταφέρω, κατευθύνω, οδηγώ, εξ’
ου και ΑΓΙΟΣ = Καθοδηγητής. Άλλη εκδοχή
εκ του ΜΕΓΑΣ, με τροπή του Ε σε Α =>
(Μ)ΑΓΑΣ (βλ.
και το επίρρημα ΑΓΑΝ = πολύ, στο γνωστόν
δελφικόν ρητόν ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ = τίποτε πολύ,
τίποτε υπερβολικόν)
>
ΑΓΙΑΖΙ (πρωινός ή νυχτερινός κρύος
αέρας), εκ
του ΓΑΙΑΖΕ =ο (αέρας) εκ της γης – γαίας
- στεριάς προερχόμενος.
>
ΑΛΑΝΑ (ανοιχτός χώρος), εκ
του Αλώνι. Στις
ευρωπαϊκές γλώσσες λόγω της δασείας,
(Σ)αλώνι => Σαλόνι = > Σαλούν
>
ΑΛΑΝΙ (αλήτης), εκ
του ρήματος ΑΛΑΟΜΑΙ = Περιπλανώμαι. ΑΛΗ
= αδιάκοπη περιπλάνηση.
>
ΑΦΕΝΤΗΣ –ΑΦΕΝΤΙΚΟ (ηγεμών, κυρίαρχος,
κύριος) εκ
του ΑΥΘΕΝΤΗΣ = (αυτός + άνυμι = φέρω εις
πέρας)
>
ΑΧΑΪΡΕΥΤΟΣ (αχρείος,
αχάριστος)
α
+ χαΐρι, εκ του ΧΑΡΙΣ
>
ΑΧΟΥΡΙ (στάβλος) (στα
Περσικά αχβάρ)
εκ του ΑΧΥΡΟΝ, ΑΧΥΡΩΝ
>
ΑΧΤΙ (μίσος, φόρτιση) εκ
του ΑΧΘΟΣ = Βάρος
>
ΓΙΑΚΑΣ (περιλαίμιο), εκ
του ΟΥΪΑ => ΟΥΓΙΑ, η άκρη, το τελείωμα
του υφάσματος
>
ΓΙΑΟΥΡΤΙ (πηγμένο γάλα),
εκ του αρχαιοελληνικού ΥΑΡΤΟΣ με συνήθη
τροπή του Υ σε Γ (πρβλ. Ύαλος => Γυαλί)
>
ΓΙΑΡΜΑΣ (ροδάκινο), πιο
σωστά το ΩΡΙΜΟ ροδάκινο, εκ του ΩΡΙΜΑΖΩ
=> ΓΙΟΥΡΜΑΖΩ => ΓΙΑΡΜΑΖΩ => ΓΙΑΡΜΑΣ
>
ΓΙΑΠΙ (οικοδομή), στα
τουρκικά yapi
<= yap
= Κτίζω / Προσκολλώ εκ του ΑΠΤΩ
>
ΓΙΑΧΝΙ (αχνιστός),
εκ του ΑΧΝΙΖΩ
>
ΓΙΛΕΚΟ (περιθωράκιον), εκ
του ΓΛΟΚΚΗ = είδος ενδύματος
>
ΓΙΝΑΤΙ (πείσμα),
> ΓΙΟΥΡΟΥΣΙ (επίθεση),
> ΓΙΟΥΡΟΥΣΙ (επίθεση),
>
ΓΙΟΥΧΑ (αποδοκιμασία),
εκ του ΙΑΧΗ
>
ΓΚΑΪΝΤΑ (άσκαυλος),
εκ του ΓΟΑΩ (θρηνώ, βογκάω) => ΓΟΗΣ =>
ΓΟΗΤΟΣ => Γ(Κ)ΟΗΤΗ => ΓΚΑΪΤΗ => ΓΚΑΪΝΤΑ.
Η
προηγούμενη τροπή καθ΄ όμοιον τρόπον
όπως π.χ. εκ του Καρύσσω => Γκαρίζω.
>
ΓΚΕΜΙ (χαλινάρι), εκ
του ΚΗΜΟ΄Σ (Χαλινός)
>
ΓΛΕΝΤΙ (διασκέδαση), εκ
του ΕΚΛΕΝΤΙΟΝ = ΥΦΑΝΤΟΝ αλλά και ΕΟΡΤΗ
μετά το πέρας της εργασίας ή εκ του
ΓΕΛΟΙΑΖΩ
>
ΓΟΥΡΙ (τύχη),
>
ΓΡΟΥΣΟΥΖΗΣ (κακότυχος),
> ΔΕΡΒΕΝΙ (κλεισούρα),
> ΔΕΡΒΕΝΙ (κλεισούρα),
>
ΔΡΑΜΙ (μονάδα μετρήσεως βάρους), (στα
Αραβικά
ντιράμ ή ντιρχάμ)
εκ του ΔΡΑΧΜΗ
>
ΕΡΓΕΝΗΣ (άγαμος), εκ
του ΕΡΗΜΟΓΕΝΗΣ
>
ΖΑΜΑΝΙΑ (μεγάλο χρονικό διάστημα),
εκ
του ΖΑ (επιτατικόν μόριον) + ΜΗΝ (σεληνιακόν
έτος = ο γνωστός μας μήνας). => ΖΑΜΗΝ(ΙΟΝ)
=> ΖΑΜΑΝΙ. Εξ’
ου και «moon»
στα αγγλικά. Επίσης «μουνί» = το γυναικείον
αιδοίον που ακολουθεί δια της ΕΝ-ΜΗΝου
(εμμήνου) ρύσεως τον κύκλον της σελήνης.
>
ΖΑΡΖΑΒΑΤΙΚΑ (λαχανικά),
>
ΖΟΡΙ (δυσκολία), εκ
του ΖΑ (επιτατικόν μόριον) + ΟΡΙΟΝ =>
Ζ(Α)ΟΡΙΟΝ => ΖΟΡΙ. Επίσης εκ του ΖΟΡΙ +
ΒΙΩ => ΖΟΡΜΠΙΩ => ΖΟΡΜΠΩ => ΖΟΡΜΠΑΣ
ο ζων στα όρια. (επικινδύνως). Ο ριψοκίνδυνος.
>
ΖΟΥΜΠΟΥΛΙ (υάκινθος),
>
ΚΑΒΓΑΣ (φιλονικία),
> ΚΑΒΟΥΚΙ (καύκαλο),
> ΚΑΒΟΥΚΙ (καύκαλο),
>
ΚΑΒΟΥΡΔΙΖΩ (φρυγανίζω-ξεροψήνω), εκ
του ΚΑΠΥΡΟΣ (Ξηρός)
>
ΚΑΪΚΙ (βάρκα), εκ
του ΑΚΑΤΙΟΝ <= ΑΚΑΤΟΣ
>
ΚΑΛΕΜΙ (γραφίδα), εκ
του ΚΑΛΑΜΟΣ (Καλάμι)
>
ΚΑΖΑΝΙ (λέβητας), εκ
του ΧΟΑΝΟΣ
>
ΚΑΛΟΥΠΙ (μήτρα-πρότυπο), εκ
του ΚΑΛΑ΄ΠΟΥΣ (Καλαπόδι)
>
ΚΑΛΝΤΕΡΙΜΙ (πλακόστρωτος ή λιθόστρωτος
δρόμος), εκ
του ΚΑΛΛΙΔΡΟΜΕΙΟΝ
>
ΚΑΛΠΙΚΟΣ (κίβδηλος),
εκ της μήτρας παραχαράξεως <= Καλούπι
<= ΚΑΛΑ΄ΠΟΥΣ
>
ΚΑΠΑΚΙ (σκέπασμα- κάλυμμα),
> ΚΑΡΑΟΥΛΙ (φρουρά-σκοπιά),
> ΚΑΡΑΟΥΛΙ (φρουρά-σκοπιά),
>
ΚΑΡΠΟΥΖΙ (υδροπέπων), εκ
του ΚΑΡΠΟΣ => ΚΑΡΠΟΥΣ
>
ΚΑΣΜΑΣ (αξίνα-σκαπάνη),
>
ΚΑΤΣΙΚΑ (ερίφι-γίδα), στα
τουρκικά keci
(το c με τσιγκελάκι από κάτω) το οποίον
υποτίθεται από τα αλβανικά kac
= σκαρφαλώνω. Όμως στα Ελληνικά λέγεται
και (F)ΑΙΞ
(ΑΙΓΑ, της ΑΙΓΟΣ εξ’ ου και ΑΙΓΗΪΣ =>
ΑΙΓΑΙΟΝ). Παρεφθαρμένη η ΑΙΞ, κατέληξε
ΚΑΙΚΣ και ΚΑΤΣ. Στην Ελληνική Μυθολογία
έχει ιδιαίτερη σημασία ως τροφός του
Διός στην Κρήτη όπου τον έκρυψε η μητέρα
του Ρέα, για να μην τον καταπιεί ο Κρόνος.
Υπό την προστασία λοιπόν ή καλύτερα υπό
την ΑΙΓ-ΙΔΑ της ΑΙΓΑΣ Αμάλθειας μεγάλωσε
ο Ζευς, ο οποίος αργότερα όταν η Aμάλθεια
γέρασε και πέθανε χρησιμοποίησε το
δέρμα της για την κατασκευή της Αιγίδος
- Ασπίδος του.
>
ΚΑΦΑΣΙ (κιβώτιο), εκ
του ΚΑΦΗ = ΣΚΑΦΗ ή εκ του ΚΟΦΙΝΟΣ =>
ΚΟΦΙΝΙ
>
ΚΕΛΕΠΟΥΡΙ (ανέλπιστο εύρημα),
>
ΚΕΦΙ (ευδιαθεσία),
>ΚΕΦΤΕΣ
εκ
του ΚΟΠΤΑΙ => ΚΟΦΤΑΔΕΣ => ΚΟΠΤΟΝ ΚΡΕΑΣ
>
ΚΙΜΑΣ (ψιλοκομμένο κρέας), ή ΚΕΜΑΣ εκ
του ΚΕΑΖΩ = ΚΟΠΤΩ
>
ΚΙΟΣΚΙ (περίπτερο), εκ
του ΣΥΣΚΙΟΣ (σκιασμένος) <= ΣΚΙΑΖΩ <=
ΣΚΙΩ
>
ΚΟΛΑΪ (ευκολία-άνεση),
εκ
του ΕΥ-ΚΟΛΙΑ
με
προφανή αποκοπή του ΕΥ
>
ΚΟΛΑΟΥΖΟΣ (οδηγός),
> ΚΟΠΙΤΣΑ (πόρπη),
> ΚΟΤΖΑΜ (τεράστιος-πελώριος),
> ΚΟΤΣΑΝΙ (μίσχος),
> ΚΟΤΣΙ (αστράγαλος),
> ΚΟΥΒΑΡΝΤΑΣ(γενναιόδωρος-
ανοιχτοχέρης),
> ΚΟΠΙΤΣΑ (πόρπη),
> ΚΟΤΖΑΜ (τεράστιος-πελώριος),
> ΚΟΤΣΑΝΙ (μίσχος),
> ΚΟΤΣΙ (αστράγαλος),
> ΚΟΥΒΑΡΝΤΑΣ(γενναιόδωρος-
>
ΚΟΥΒΑΣ (κάδος-αγγείο), εκ
του ΚΟΦΙΝΟΣ => ΚΟΦΙΝΙ
>
ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ (δοχείο χρημάτων),
>
ΚΟΥΣΟΥΡΙ (ελάττωμα-
μειονέκτημα), εκ
του ΚΟΥΤΣΟΥΡΟΝ <= KU-SU-RO
(πανάρχαια λέξις που έχει αναγνωστεί
στις επιγραφές της γραμμικής Β΄) (Πρβλ.
την σημερινή έκφρασι ΞΥΛΟΝ ΑΠΕΛΕΚΗΤΟΝ).
Τέτοιες
λέξεις φαινομενικώς «ξένες» ή πολύ
παλαιές που δικαιολογούν πανάρχαια
επίδραση, έχουν περάσει σε άλλα λεξιλόγια
ενώ προέρχονται από την πανάρχαια
Γραμμική Β΄. Π.χ.
KNOW <= KO-NO-SO (ΚΝΩΣΣΟΣ
=> ΚΟΚΝΩΣΚΩ => ΓΙΓΝΩΣΚΩ => ΓΝΩΡΙΖΩ),
QUATRE <= QUE-TRO / QU-TO-RO (ΤΕΣΣΕΡΑ),
MOTHER <=
MA-TE-RE
(ΜΑΤΕΡ
(δωρικά) - ΜΗΤΗΡ),
ELEPHANT <= E-RE-PA (ΕΛΕΦΑΣ)
>
ΚΟΥΤΟΥΡΟΥ (ασύνετα-
απερίσκεπτα),
>
ΛΑΓΟΥΜΙ (υπόνομος-οχετός), εκ
του ΛΑΚΚΟΣ
> ΛΑΠΑΣ (χυλός),
> ΛΕΒΕΝΤΗΣ (ανδρείος-ευσταλής),
> ΛΕΚΕΣ (κηλίδα),
> ΛΕΛΕΚΙ (πελαργός),
> ΛΟΥΚΙ (υδροσωλήνας),
> ΛΑΠΑΣ (χυλός),
> ΛΕΒΕΝΤΗΣ (ανδρείος-ευσταλής),
> ΛΕΚΕΣ (κηλίδα),
> ΛΕΛΕΚΙ (πελαργός),
> ΛΟΥΚΙ (υδροσωλήνας),
>
ΜΑΓΙΑ (προζύμη-ζυθοζύμη), εκ
του ΜΑΣΣΩ => ΖΥΜΩΝΩ
>
ΜΑΓΚΑΛΙ (πύραυνο),
> ΜΑΓΚΟΥΦΗΣ (έρημος),
> ΜΑΪΝΤΑΝΟΣ (πετροσέλινο-
μακεδονίσι),
Προφανής
παραφθορά του ΜΑΚΕΔΟΝΗΣΙ
> ΜΑΓΚΟΥΦΗΣ (έρημος),
> ΜΑΪΝΤΑΝΟΣ (πετροσέλινο-
>
ΜΑΝΑΒΗΣ (οπωροπώλης),
>
ΜΑΝΤΖΟΥΝΙ (φάρμακο),
> ΜΑΟΥΝΑ (φορτηγίδα),
> ΜΑΟΥΝΑ (φορτηγίδα),
>
ΜΑΡΑΖΙ (φθίση), εκ
του ΜΑΡΑΣΜΟΣ
>
ΜΑΡΑΦΕΤΙ (μικρό εργαλείο),
> ΜΑΣΟΥΡΙ(μικρό ξύλο),
> ΜΑΧΑΛΑΣ (συνοικία),
> ΜΑΣΟΥΡΙ(μικρό ξύλο),
> ΜΑΧΑΛΑΣ (συνοικία),
>
ΜΕΖΕΣ (ορεκτικά), εκ
του ΜΕΖΕΑ = Τα γεννητικά Μόρια των ζώων
(Μικρά τεμάχια κρέατος)
>
ΜΕΛΤΕΜΙ (άνεμος ετησίας),
>
ΜΕΝΕΞΕΣ (εύοσμο λουλούδι),
>
ΜΕΝΤΕΣΕΣ (στρόφιγγα),
> ΜΕΡΑΚΙ (πόθος), εκ του ΙΜΕΡΑΚΙΟΝ <= ΙΜΕΡΟΣ = ΠΟΘΟΣ
> ΜΕΡΑΚΙ (πόθος), εκ του ΙΜΕΡΑΚΙΟΝ <= ΙΜΕΡΟΣ = ΠΟΘΟΣ
>
ΜΕΡΕΜΕΤΙ (επισκευή-
επιδιόρθωση), για
την ακρίβεια, τεχνική εργασία δια χειρός
εκ
του ΜΑΡΗ = ΧΕΙΡ =ΧΕΡΙ
>
ΜΟΥΣΑΜΑΣ (κερωμένο-αδιάβροχο ύφασμα),
> ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ(φιλοξενούμενος-
επισκέπτης),> ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ(φιλοξενούμενος-
> ΜΠΑΓΙΑΤΙΚΟ (μη νωπό),
> ΜΠΑΓΛΑΡΩΝΩ (δένω-φυλακίζω),
> ΜΠΑΪΡΑΚΙ (σημαία),
>
ΜΠΑΚΑΛΗΣ (παντοπώλης), εκ
του ΒΑΚΑΛΑΟΣ => ΜΠΑΚΑΛΑΟΣ = > ΜΠΑΚΑΛΙΑΡΟΣ
=> ΜΠΑΚΑΛΗΣ, εκ
της συνήθους οσμής εντός των μπακάλικων.
>
ΜΠΑΛΤΑΣ (πελέκι),
> ΜΠΑΜΙΑ (ιβίσκος ο εδώδιμος),
> ΜΠΑΜΙΑ (ιβίσκος ο εδώδιμος),
>
ΜΠΑΜΠΑΣ (πατέρας),
εκ του Ομηρικού ΠΑΠΠΑ
>
ΜΠΑΜΠΑΛΗΣ(ο πολύ γέρος),
> ΜΠΑΞΕΣ (περιβόλι-κήπος),
> ΜΠΑΞΕΣ (περιβόλι-κήπος),
>
ΜΠΑΡΟΥΤΙ (πυρίτιδα),
εκ του ΠΥΡΙΤΙΣ
>
ΜΠΑΤΖΑΚΙ (κνήμη-σκέλη),
> ΜΠΑΤΖΑΝΑΚΗΣ (σύγαμπρος-
συννυφάδα),> ΜΠΑΤΖΑΝΑΚΗΣ (σύγαμπρος-
> ΜΠΑΤΙΡΙΣΑ(πτωχεύω-χρεοκοπώ),
> ΜΠΑΧΑΡΙΚΟ (αρωματικό άρτυμα),
> ΜΠΕΚΡΗΣ (μέθυσος),
>
ΜΠΕΛΑΣ (ενόχληση), εκ
του ΒΕΛΛΙΟΝ = ΑΤΥΧΕΣ ή εκ του ΒΕΛΑΣ =
ΕΙΡΩΝ, ΚΑΤΑΓΕΛΑΣΤΗΣ
>
ΠΟΥΣΤΗΣ-ΜΠΙΝΕΣ (κίναιδος-
ασελγής),
εκ
του ΠΥΓΙΣΤΗΣ <= ΠΥΓΗ (ΟΠΙΣΘΙΑ), εξ΄ου
και ΚΑΛΛΙΠΥΓΟΣ η έχουσα όμορφην ΠΥΓΗΝ.
Το ΜΠΙΝΕΣ εκ του ΕΠΙ-ΒΑΙΝΩ.
>
ΜΠΟΓΙΑ (βαφή-χρώμα),
> ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ (ελαιοχρωματιστής)
> ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ (ελαιοχρωματιστής)
>
ΜΠΟΙ (ανάστημα-ύψος), εκ
του ΦΥΩ => ΦΥΗ = ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΣ
>
ΜΠΟΛΙΚΟΣ (άφθονος), εκ
του ΠΟΛΥΣ
>
ΜΠΟΡΑ (καταιγίδα)
> ΜΠΟΣΙΚΟΣ (χαλαρός),
> ΜΠΟΣΙΚΟΣ (χαλαρός),
>
ΜΠΟΣΤΑΝΙ (λαχανόκηπος),
εκ του ΒΟΤΑΝΟΝ, ΒΟΤΑΝΗ, ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ
>
ΜΠΟΥΖΙ (πάγος-ψύχρα), στα
τουρκικά buz
<= εκ του ΠΑΓ-ΟΣ ,
ΠΗΓΝΥΜΙ = ΠΗΖΩ
>
ΜΠΟΥΤΙ (μηρός), εκ
του ΠΟΥΣ (ΠΟΔΙ) (πρβλ. στα αραβικά
akhtta-boutt
= οκτά-πους / χταπόδι)
>
ΜΠΟΥΛΟΥΚΙ (στίφος-άτακτο πλήθος),
εκ του ΠΛΕΟΣ, ΠΛΗΡΗΣ ή ΠΟΛΥΣ
>
ΜΠΟΥΛΟΥΚΟΣ (καλοθρεμμένος-
παχουλός),
στα
τουρκικά bolluk
<= εκ του ΠΟΛΛΟΥ <= ΠΟΛΥΣ
>
ΜΠΟΥΝΤΑΛΑΣ (κουτός-ανόητος),
>
ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙ (φυλακή), παραφθορά
του ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ πιθανόν εξ’ αιτίας των
σκοτεινών υπογείων-αποδυτηρίων εκείνης
της εποχής. Πρβλ. το ΙΣΤΑΜΠΟΥΛ <= ΕΙΣ
ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ
>
ΜΠΟΥΡΙ (καπνοσωλήνας),
> ΜΠΟΥΧΤΙΣΜΑ (κορεσμός),
> ΜΠΟΥΧΤΙΣΜΑ (κορεσμός),
>
ΝΑΖΙ (κάμωμα-φιλαρέσκεια), εκ
του ΝΕΑΖΩ = κάνω το μικρό
>
ΝΤΑΒΑΝΤΟΥΡΙ (σύγχυση),
> ΝΤΑΜΑΡΙ (φλέβα-λατομείο),
> ΝΤΑΜΠΛΑΣ (αποπληξία),
> ΝΤΑΜΑΡΙ (φλέβα-λατομείο),
> ΝΤΑΜΠΛΑΣ (αποπληξία),
>
ΝΤΑΝΤΑ (παραμάνα-τροφός), εκ
του ΤΙΤΘΗ = Τροφός
>
ΝΤΑΡΑΒΕΡΙ (συναλλαγή-
αγοραπωλησία),
>
ΝΤΕΛΑΛΗΣ (διαλαλητής), προφανέστατη
τροπή του Δ=>ΝΤ. Διαλαλώ=> ΔΙΑΛΑΛΗΤΗΣ
=> ΝΤΙΑΛΑΛΗ(ΤΗ)Σ => ΝΤΕΛΑΛΗΣ.
>
ΝΤΕΛΗΣ (παράφρονας),
> ΝΤΕΡΤΙ (καημός),
> ΝΤΕΡΤΙ (καημός),
>
ΝΤΙΒΑΝΙ (κρεβάτι), εκ
του ΔΙΒΑΝΙΟΝ (Ανάκλιντρον)
>
ΝΤΙΠ ΓΙΑ ΝΤΙΠ (ολωσδιόλου),
> ΝΤΟΥΒΑΡΙ (τοίχος),
> ΝΤΟΥΒΑΡΙ (τοίχος),
> ΝΤΟΥΜΑΝΙ (καταχνιά-καπνός), εκ του ΘΥΜΙΑΩ = ΚΑΠΝΙΖΩ
> ΝΤΟΥΝΙΑΣ (κόσμος-ανθρωπότητα),
> ΝΤΟΥΛΑΠΙ (ιματιοθήκη),
>
ΠΑΖΑΡΙ (αγορά-διαπραγμάτευση), εκ
των ΠΕΖΟΣ + ΠΟΡΕΥΟΜΑΙ = ΠΕΖΟΠΟΡΩ -
ΠΕΖΕΜΠΟΡΟΣ
> ΠΑΝΤΖΑΡΙ (κοκκινογούλι-τεύτλο)
> ΠΑΠΟΥΤΣΙ (υπόδημα), εκ των ΠΑΤΩ+ΠΟΥΣ
> ΠΑΤΖΟΥΡΙ (παραθυρόφυλλο),
> ΠΕΡΒΑΖΙ (πλαίσιο θυρών),
> ΠΙΛΑΦΙ (ρύζι),
> ΡΑΧΑΤΙ (ησυχία),
>
ΡΟΥΣΦΕΤΙ (χαριστική εξυπηρέτηση),
>
ΣΟΥΓΙΑΣ (μαχαιράκι),
>
ΣΑΚΑΤΗΣ (ανάπηρος),
> ΣΑΜΑΤΑΣ (θόρυβος),
> ΣΑΜΑΤΑΣ (θόρυβος),
>
ΣΕΝΤΟΥΚΙ (κιβώτιο), εκ
του ΣΑΝΔΥΞ = ΚΙΒΩΤΙΟΝ (γεν. του ΣΑΝΔΥΚΟΣ)
>
ΣΕΡΤΙΚΟ (τσουχτερό, βαρύ),
> ΣΙΝΑΦΙ (συντεχνία, κοινωνική τάξη), εκ του ΣΥΝΑΦΗΣ / ΣΥΝΑΦΕΙΑ = ΣΥΝΕΝΩΣΙΣ
>
ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙ(πίδακας),
> ΣΙΡΟΠΙ (πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης),
> ΣΑΙΝΙ (ευφυής),
> ΣΟΒΑΣ (ασβεστοκονίαμα),
> ΣΙΡΟΠΙ (πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης),
> ΣΑΙΝΙ (ευφυής),
> ΣΟΒΑΣ (ασβεστοκονίαμα),
>
ΣΟ΄Ι (καταγωγή-γένος), εκ
του ΣΟΙ΄ = ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΣΟΥ
>
ΣΟΚΑΚΙ (δρόμος),
> ΣΟΜΠΑ (θερμάστρα),
> ΣΟΥΛΟΥΠΙ (μορφή-σχήμα),
> ΣΟΜΠΑ (θερμάστρα),
> ΣΟΥΛΟΥΠΙ (μορφή-σχήμα),
>
ΤΑΒΑΝΙ (οροφή),
εκ του ΤΑΒΛΑ <= ΤΑΛΙΑ = ΣΑΝΙΣ (Πρβλ.
Λατινά tabula,
Ιταλικά tavola,
Αγγλικά table)
εξ’ ου και ταμπλέττα, ταμπέλα, τάβλι
κλπ.)
>
ΤΑΜΠΛΑΣ (αποπληξία-συγκοπή),
> ΤΑΠΙ (χωρίς χρήματα),
> ΤΑΡΑΜΑΣ (αυγοτάραχο),
> ΤΑΣΑΚΙ (σταχτοδοχείο),
> ΤΑΧΙΝΙ (αλεσμένο σουσάμι),
> ΤΑΨΙ (μαγειρικό σκεύος),
> ΤΕΚΕΣ (καταγώγιο),
> TΕΜΠΕΛΗΣ (οκνηρός-ακαμάτης),
> ΤΕΝΕΚΕΣ (δοχείο),
> ΤΑΠΙ (χωρίς χρήματα),
> ΤΑΡΑΜΑΣ (αυγοτάραχο),
> ΤΑΣΑΚΙ (σταχτοδοχείο),
> ΤΑΧΙΝΙ (αλεσμένο σουσάμι),
> ΤΑΨΙ (μαγειρικό σκεύος),
> ΤΕΚΕΣ (καταγώγιο),
> TΕΜΠΕΛΗΣ (οκνηρός-ακαμάτης),
> ΤΕΝΕΚΕΣ (δοχείο),
>
ΤΕΡΤΙΠΙ (τέχνασμα-απάτη),
> ΤΕΦΑΡΙΚΙ (εκλεκτό-
αριστούργημα),
> ΤΕΦΑΡΙΚΙ (εκλεκτό-
>
ΤΕΦΤΕΡΙ(κατάστιχο), εκ
του ΔΙΦΘΕΡΑ (κατεργασμένο
δέρμα)
>
ΤΖΑΚΙ (παραγώνι),
>
ΤΖΑΜΙ (υαλοπίνακας-γυαλί),
> ΤΖΑΝΑΜΠΕΤΗΣ (κακότροπος-
δύστροπος),> ΤΖΑΝΑΜΠΕΤΗΣ (κακότροπος-
> ΤΟΠΙ (σφαίρα),
> ΤΟΥΛΟΥΜΙ (ασκός),
> ΤΟΥΛΟΥΜΠΑ (αντλία),
> ΤΟΥΜΠΕΚΙ (σιωπή),
> ΤΡΑΜΠΑ (ανταλλαγή),
> ΤΣΑΪΡΙ (λιβάδι-βοσκοτόπι),
> ΤΣΑΚΑΛΙ (θώς),
> ΤΣΑΚΙΡΗΣ (γαλανομάτης),
> ΤΣΑΚΜΑΚΙ (αναπτήρας),
> ΤΣΑΜΠΑ (δωρεάν),
> ΤΣΑΝΤΑ (δερμάτινη θήκη),
> ΤΣΑΝΤΙΖΩ (εξοργίζω-προσβάλω),
> ΤΣΑΝΤΙΡΙ (σκηνή),
> ΤΣΑΠΑΤΣΟΥΛΗΣ (ανοικοκύρευτος-
άτσαλος),
>
ΤΣΑΡΚΑ (επιδρομή-περιπλάνηση),
εκ του Κίρκος = Κύκλος (Εξ’ ου και Τσίρκο)
>
ΤΣΑΧΠΙΝΗΣ(κατεργάρης-πονηρός),
>
ΤΣΕΠΗ (θυλάκιο),
εκ του ΣΚΕΠΗ = Κάλυμμα / Σκέπασμα
> ΤΣΙΓΚΕΛΙ(αρπάγη-σιδερένιο άγκιστρο), εκ του ΑΓΚΥΛΗ
>
ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ (καπνοσύριγγα),
>
ΤΣΙΜΠΟΥΣΙ (φαγοπότι)
εκ του ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
>
ΤΣΙΡΑΚΙ (ακόλουθος),
> ΤΣΙΣΑ(ούρα),
> ΤΣΙΣΑ(ούρα),
>
ΤΣΙΦΟΥΤΗΣ-ΤΣΙΓΓΟΥΝΗΣ (
φιλάργυρος),
στα
τουρκικά τσιφούτ-cιfit (το c με τσιγκελάκι
από κάτω) σημαίνει εβραίος και τσιγγούνης.
Το
τσιγγούνης ως και το τσιγγάνος εκ του
Αθίγγανος. Το ρήμα Θιγγάνω = πιάνω,
αγγίζω, άρα Αθίγγανος = αυτός που δεν
πιάνεται, που δεν τον αγγίζεις.
>
ΤΣΙΦΤΗΣ (άψογος-ικανός),
> ΤΣΟΓΛΑΝΙ (νέος)
> ΤΣΟΥΒΑΛΙ (σακί),
> ΤΣΟΥΛΟΥΦΙ (δέσμη μαλλιών),
> ΤΣΟΠΑΝΗΣ (βοσκός)
> ΤΣΟΓΛΑΝΙ (νέος)
> ΤΣΟΥΒΑΛΙ (σακί),
> ΤΣΟΥΛΟΥΦΙ (δέσμη μαλλιών),
> ΤΣΟΠΑΝΗΣ (βοσκός)
>
ΦΑΡΑΣΙ (φτυάρι-σκουπιδολόγος), εκ
του ΦΕΡΩ
(αντί για την προτεινόμενη λέξη
«σκουπιδολόγο» θεωρώ πιο ορθή λέξη τον
«σκουπιδοφόρο»),
>
ΦΑΡΣΙ (τέλεια-άπταιστα),
>
ΦΙΣΤΙΚΙ (πιστάκη), προφανώς εκ
του ΠΙΣΤΑΚΗ με τροπή του Π σε Φ
>
ΦΛΙΤΖΑΝΙ (κύπελλο-μικρή
κούπα),
(στα
Αραβικά φιντζάν), το
ορθότερον ΦΛ-Υ-ΤΖΑΝΙ εκ του ΦΥΑΛΙΣ
(ΦΥΑΛΙΔΙΟΝ)
>
ΦΟΥΚΑΡΑΣ (κακομοίρης-άθλιος),
> ΦΟΥΝΤΟΥΚΙ (λεπτοκάρυο-
λευτόκαρο),> ΦΟΥΝΤΟΥΚΙ (λεπτοκάρυο-
> ΦΡΑΝΤΖΟΛΑ (ψωμί),
> ΦΥΝΤΑΝΙ(φυτώριο),
> ΦΥΤΙΛΙ (θρυαλλίδα),
>
ΧΑΒΑΣ (μουσικός σκοπός)
> XABOYZA(δεξαμενή νερού),
> XABOYZA(δεξαμενή νερού),
> ΧΑΖΙ (ευχαρίστηση), σημ. δεν σημαίνει ακριβώς ευχαρίστηση αλλά το αποτέλεσμα του χαζεύω (μένω με ανοικτό το στόμα, συνεκδοχικώς και από θαυμασμό) εκ του ΧΑΙΝΩ, ΧΑΣΚΩ
>
ΧΑΛΑΛΙΖΩ (συγχωρώ),
> ΧΑΛΙ (άθλιο),
> ΧΑΛΙ (άθλιο),
>
ΧΑΛΙ (τάπης,
τάπητας),
εκ του ΧΗΛΙΟΝ = ΠΛΕΚΤΟΝ
>
ΧΑΛΚΑΣ (κρίκος), εκ
του ΧΑΛΚΕΥΩ / ΧΑΛΚΟΣ (σύνηθες μέταλλον
κατασκευών)
>
ΧΑΜΑΛΗΣ (αχθοφόρος), εκ
του ΧΘΑΜΑΛΟΣ / ΧΑΜΗΛΟΣ, διότι σκύβει
(χαμηλώνει) προκειμένου να σηκώσει το
βάρος. Πιθανότατα από ΄κει και η ΚΑΜΗΛΟΣ
– ΚΑΜΗΛΑ για τον ίδιο λόγο.
>
ΧΑΜΠΑΡΙΑ (αγγελία-νέα),
>
ΧΑΝΙ (πανδοχείο),
εκ του ΧΑΝΔΑΝΩ = ΧΩΡΩ, ΔΕΧΟΜΑΙ
>
ΧΑΣΑΠΙΚΟ (κρεοπωλείο), από
το ΧΑΣΑΠΗΣ <= στα τουρκικά κασάπ = kasap
<= kes
<= εκ του ρήματος ΚΕΑΖΩ = ΣΧΙΖΩ = ΧΩΡΙΖΩ
>
ΧΑΠΙ (καταπότι), αραβ. Hap
εκ
του ΧΑΠΤΩ = ΚΑΤΑΠΙΝΩ
> ΧΑΡΑΜΙ (άδικα),
> ΧΑΡΜΑΝΗΣ (χασισοπότης),
> ΧΑΡΤΖΙΛΙΚΙ (μικρό χρηματικό ποσό), σημ. δωρεάν προσφορά, εκ του ΧΑΡΙΣΤΕΙΟΝ = Προσφορά
> ΧΑΤΙΡΙ (χάρη), εκ του ΧΑΡΙΣ
>
ΧΑΦΙΕΣ(καταδότης),
> ΧΟΥΖΟΥΡΕΜΑ (ανάπαυση),
> ΧΟΥΪ(ιδιοτροπία),
> ΧΟΥΝΕΡΙ (πάθημα-εξαπάτηση).
Η Έρευνα συνεχίζεται...> ΧΟΥΖΟΥΡΕΜΑ (ανάπαυση),
> ΧΟΥΪ(ιδιοτροπία),
> ΧΟΥΝΕΡΙ (πάθημα-εξαπάτηση).
ΤΟΥ ΕΥΡΥΜΑΧΟΥ Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου